- λαβρεύομαι
- λαβρεύομαι (Α) [λάβρος]κομπορρημονώ με αυθάδεια, φλυαρώ με θρασύτητα, με ιταμότητα («ἀεὶ μύθοις λαβρεύεται», Ομ. Ιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαβρεύεαι — λαβρεύομαι talk rashly pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρεύει — λαβρεύομαι talk rashly pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρεύεσθαι — λαβρεύομαι talk rashly pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρεύεται — λαβρεύομαι talk rashly pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρεύηται — λαβρεύομαι talk rashly pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρεύονται — λαβρεύομαι talk rashly pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… … Dictionary of Greek
λαβράζω — (AM) [λάβρος] λαβρεύομαι* αρχ. λαβρούμαι* … Dictionary of Greek
λαβρεία — λαβρεία, ἡ (Α) [λαβρεύομαι] 1. φλυαρία με θρασύτητα και προπέτεια 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῡ λόγου ἔκληψις» … Dictionary of Greek
(s)lā̆ gʷ- — (s)lā̆ gʷ English meaning: to grab Deutsche Übersetzung: “fassen, ergreifen” Material: Gk. (ep. Ion.) λάζομαι (present and Impf.) “take, catch, ergreife (*λαγ(ʷ)ι̯ω); after αἴνυμαι is Ion. Att. λάζυμαι, böot. λαδδουσθη reshaped;… … Proto-Indo-European etymological dictionary